- πόρθηση
- conquest
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
πόρθηση — η / πόρθησις, ήσεως, ΝΑ [πορθώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πορθώ, εκπόρθηση, εκπολιόρκηση, άλωση αρχ. βίαιη αφαίρεση, λεηλασία, αρπαγή … Dictionary of Greek
πόρθηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του πορθώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορθήσῃ — πορθήσηι , πόρθησις sack fem dat sg (epic) πορθέω destroy aor subj mid 2nd sg πορθέω destroy aor subj act 3rd sg πορθέω destroy fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)